- προβληματουργικός
- προβληματουργικόςofmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προβληματουργικός — ή, όν, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κατασκευή προβλημάτων ή ο ικανός, ο κατάλληλος για την κατασκευή αμυντικών ή προστατευτικών μέσων 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ προβληματουργική (ενν. τέχνη) η τέχνη κατασκευής οχυρωματικών έργων 3. φρ.… … Dictionary of Greek
προβληματουργικῆς — προβληματουργικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προβληματουργική — προβληματουργικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)